αλπινιστής

αλπινιστής
ο , αλπινίστρια η
1) альпинист, -ка; 2) πλ. альпийские стрелки

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αλπινιστής" в других словарях:

  • αλπινιστής — ο (θηλ. ίστρια) 1. αυτός που επιδίδεται στον αλπινισμό, ο ορειβάτης 2. στη στρατιωτική γλώσσα στον πληθυντικό αλπινιστές. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά τού γαλλ. alpiniste] …   Dictionary of Greek

  • αλπινιστής — ο θηλ. ίστρια ορειβάτης: Ο ιταλικός στρατός έχει σώμα αλπινιστών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλπαναβάτης — ο αυτός που ανεβαίνει στις Άλπεις, αλπινιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άλπεις + αναβάτης] …   Dictionary of Greek

  • ορειβάτης — ο, θηλ. ορειβάτις και ορειβάτισσα (ΑΜ ὀρειβάτης, Α και ὀρειβάτης και ὀρεοβάτης και ὀριβάτης καί ὀρεσσιβάτης, ποιητ. τ. οὐριβάτας, Μ θηλ. ὀρειβάτις, ιδος) νεοελλ. αυτός που επιδίδεται στην ορειβασία, αλπινιστής μσν. αρχ. αυτός που περιπλανιέται… …   Dictionary of Greek

  • Πάγερ, Γιούλιους φον- — (Payer, Σέναου, Βοημία [σημερινό Τέπλιτσε Σάνοφ] 1842 – Φέλντες [σημερινό Μπλεντ] Καρνιόλη 1915). Aυστριακός εξερευνητής. Μανιώδης αλπινιστής, επιχείρησε πολλές αναβάσεις (όπως στην κορυφή του Ανταμέλο το 1864 κ.α.). Ως αξιωματικός του… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»